- θρεπτικότητα
- ηιδιότητα του θρεπτικού: Πολλών τροφών αμφισβητείται η θρεπτικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θρεπτικότητα — ἡ η ικανότητα προς θρέψη, η περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία («η θρεπτικότητα τών καρπών»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. alibilite). Η λ. στον λόγιο τ. θρεπτικότης μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και… … Dictionary of Greek
τροφιμότης — ητος, ἡ, Μ [τρόφιμος] η ιδιότητα τού τροφίμου, τού θρεπτικού, θρεπτικότητα … Dictionary of Greek